- χρυσυποδέκτης
- και χρυσοϋποδέκτης, ὁ, ΜΑυπάλληλος που συγκέντρωνε φόρους οι οποίοι καταβάλλονταν σε χρυσόαρχ.τίτλος αξιωματούχου στην Αίγυπτο.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + ὑποδέκτης «ταμίας, αρμόδιος για την παραλαβή χρημάτων τού δημόσιου ταμείου»].
Dictionary of Greek. 2013.